Οὕτως λέγει Κύριος· ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι; καὶ ποῖος τόπος τῆς καταπαύσεώς μου;» (Ησ. 66,1 ) .
Με το Η’ ψήφισμα της Δ’ Εθνοσυνελεύσεως, που έγινε στο Άργος από την 11η Ιουλίου μέχρι την 6η Αυγούστου του 1829, αποφασίζεται, μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες, η ανέγερση Ναού «ἐπ' ὀνόματι τοῦ Σωτῆρος τιμώμενος» και υπογράφεται το σχετικό ψήφισμα (άρθρον Α’) από τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Οι ζώντες ήρωες της οκταετούς επαναστάσεως και των αιματηρών αγώνων, αποφασίζουν να τιμήσουν τον Ύψιστο για την καθοριστικότατη συμβολή του στον υπέρ πάντων αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία και ανεξαρτησία τους. Οι «μπαρουτοκαπνισμένοι» ήρωες των πεδίων των μαχών θέλουν να αναπέμψουν έτσι την ευγνωμοσύνη τους προς τον Θεόν, γιατί αναγνωρίζουν ότι όσα κέρδισαν σε αυτό τον αγώνα οφείλεται αποκλειστικά στη Θεία Πρόνοια. Μέσα από αυτή την απόφαση οι Έλληνες θα εκφράσουν παράλληλα και την ευγνωμοσύνη τους στους ήδη πεσόντες συμπατριώτες τους, για την ανιδιοτελή προσφορά του αίματός τους, υπέρ πίστεως και πατρίδος.
Οι ‘Ελληνες την οκταετία 1821-1829, βλέπουν να απελευθερώνονται τμήματα της πατρίδας, πού έμελλαν να συγκροτήσουν μετέπειτα το πρώτο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, το 1830, μετά από σχεδόν 400 χρόνια σκλαβιάς. Η οκταετία αυτή περιλαμβάνει εξωτερικές και εσωτερικές συγκρούσεις, πείνα, ανέχεια, εξάρτηση από ξένες δυνάμεις, εσωτερικά πάθη και ιδιοτελείς σκοπούς. Πέρα από τους φιλότιμους αγώνες των φτωχών και τίμιων ελλήνων αγωνιστών, υπήρχαν και οι επιδιώξεις των λίγων που επεδίωκαν ελευθερία, αλλά με όρια συγκεκριμένα που θα καθορίζονται από τις ξένες δυνάμεις αλλά και τα δικά τους συμφέροντα, όταν εκείνα ταυτίζονταν με τις επιδιώξεις των έξωθεν «εγγυητών» της ειρήνης.
Ουσιαστικά και πρακτικά αν έρθουμε στο σήμερα και αυτά που συμβαίνουν στην πατρίδα μας, θα διαπιστώσουμε ότι το πισωγύρισμα που έχουμε κάνει, μετρά κάτι παραπάνω από 190 χρόνια και βεβαίως υπάρχει αιτία. Έχουμε γυρίσει στην οκταετία 1821-1829, για να μην πω ίσως και πριν την κήρυξη της επανάστασης το 1821, με ομοιότητες αλλά και διαφορές. Επιστρέψαμε στα χρόνια που επιθυμούσαμε και παλεύαμε για την ανεξαρτησία μας, αλλά μας έλειπαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις.
Έτσι φτάσαμε στο σήμερα. Ανεξάρτητο κράτος δεν έχουμε, όσο και να το φωνάζουμε. Το λένε και τα χαρτιά, τα μνημόνια, τα «μέτρα», αυτά που υπέγραψαν οι κυβερνώντες ερήμην του λαού. Αυτά τα χαρτιά, που με δική μας πάντα υπογραφή, παρέδωσαν την εθνική μας κυριαρχία και ελευθερία, την οποία όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά ποιος την υπέγραψε με ανεξίτηλη υπογραφή. Το πισωγύρισμα δείχνει ακόμη την φτώχεια και την ανέχεια της περιόδου εκείνης να επαναλαμβάνονται σήμερα. Διαπιστώνουμε την πλήρη εξάρτηση στο θέλημα των λίγων, που με τα χρήματα κανονίζουν τα πάντα, με την διαφθορά τους υπογράφουν συμβόλαια σύμφωνα με τις επιταγές των «μεγάλων δυνάμεων» αλλά και του σουλτάνου. Ραγιάδες αποκαλούσαν κάποιους τότε, νεοραγιάδες τώρα.
Το πρόβλημα όμως ξεκινά από εμάς τους ίδιους. Η βασική διαφορά, πέρα από τις ομοιότητες των καταστάσεων, έγκειται στην πνευματικότητα των Ελλήνων και στη σχέση μας με το Θεό, η οποία περνά πάντα μέσα από τον συνάνθρωπο και αδελφό μας. Η πνευματικότητα που χαρακτήριζε τις ζωές των φτωχών και ταλαιπωρημένων Ελλήνων της επανάστασης, που εν μέσω ερειπίων και πείνας είχαν πλησιάσει το Θεό με την μετάνοιά τους, σήμερα δεν υπάρχει πιά. Προκάλεσαν έτσι την υπογραφή του Θεού για την ελευθερία μας. Η Θεία Πρόνοια μέσα από την ειλικρινή μεταβολή του νοός και του τρόπου σκέψης των Ελλήνων που είχαν την ταπείνωση και την συντριβή μέσα τους, εγγυήθηκε την επιβίωση ολόκληρου του Γένους.
Οι Έλληνες τότε, ως ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης και αφού εκπλήρωσαν τον δύσκολο και αιματηρό αγώνα τους, υλικό και πνευματικό, αποφάσισαν την ανέγερση ναού προς τον Σωτήρα τους. Το επονομαζόμενο «τάμα του Έθνους». Η πρώτη απορία, σκέψη, αλλά και το εύκολο συμπέρασμα που θα γεννηθεί σε κάποιον είναι: «Ωραία, αφού δεν εκπληρώσαμε το τάμα του ‘Εθνους, γι’ αυτό ταλαιπωρούμαστε τώρα. Χάσαμε επομένως την ελευθερία μας και κάναμε αυτό το πισωγύρισμα δύο σχεδόν αιώνων».
Λυπάμαι γιατί αυτή είναι η εύκολη διαπίστωση. Είναι η διαπίστωση, που λέει ότι λύσαμε όλα τα θέματά μας και μένει μόνο το τάμα. Είναι η διαπίστωση που λέει ότι πνευματικά είμαστε εντάξει, και μας μένει μόνο το τάμα. Είναι η διαπίστωση που λέει ότι αφού θυσιαζόμαστε για τον αδερφό μας, έτσι μπορούμε και να αναπέμψουμε τη θυσία μας και στον Θεό. Είναι η διαπίστωση ότι υπάρχει μετάνοια σε λαό και κλήρο, και έτσι ο Θεός αφού βλέπει τη μετάνοιά μας, θα δει και το τάμα που θα αναγείρουμε.
Το ότι δεν έγιναν όπως περιμέναμε και σχεδιάζαμε τα πράγματα, είναι κι αυτό θέλημα Θεού όμως. Δυστυχώς τίποτα από όσα έπρεπε να εκπληρώσουμε απέναντι στον Θεό δεν πράξαμε, ώστε να εκπληρώσουμε και αυτό. Αυτό ίσως γιατί μόνο οι άγιοι μπορούν.
Γι’ αυτό είμαστε υπόδουλοι και πάλι. Γι‘ αυτό ο Θεός επιτρέπει να ξαναζούμε τη φτώχεια και τις δύσκολες καταστάσεις του ελληνισμού των χρόνων της υποδούλωσης. Γιατί η μετάνοια των υπόδουλων Ελλήνων τότε, άλλαξε τη φυσική ροή της ιστορίας. Ήμασταν για αφανισμό κι όμως επιβιώσαμε. Σήμερα κινδυνεύουμε πάλι με αφανισμό, γιατί από την αμετανοησία μας σταματήσαμε να εξαγγέλλουμε με τα έργα μας, τις αρετές Εκείνου που μας έβγαλε από το σκοτάδι και μας έφερε στο φως της Αλήθειας, δια του ελέους Του. Της αλήθειας που μας ελευθέρωσε. «..ὑμεῖς δὲ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν, ὅπως τὰς ἀρετὰς ἐξαγγείλητε τοῦ ἐκ σκότους ὑμᾶς καλέσαντος εἰς τὸ θαυμαστὸν αὐτοῦ φῶς· οἵ ποτε οὐ λαός, νῦν δὲ λαὸς Θεοῦ, οἱ οὐκ ἠλεημένοι, νῦν δὲ ἐλεηθέντες». (Α Πε. 2,9-10).
Ταλαιπωρούμαστε γιατί είμαστε άδικοι μεταξύ μας και ο Θεός επιτρέπει στους άνομους και αδίκους να μας ελέγχουν λαλούντες ακατάπαυστα «ἄλαλα γενηθήτω τὰ χείλη τὰ δόλια τὰ λαλοῦντα κατὰ τοῦ δικαίου ἀνομίαν ἐν ὑπερηφανίᾳ καὶ ἐξουδενώσει» (Ψαλ. 30,19).
Ταλαιπωρούμαστε κι επιτρέπουμε στο κακό να μας εξουθενώνει , γιατί δεν υπάρχει ταπείνωση και συντριβή της ψυχής μας για τα έργα μας, για τη σκληρότητά μας, κι έτσι δεν μπορούν να γίνουν ευάρεστες στο Θεό οι θυσίες μας, ακόμα κι αν αυτές αποτελούν ένα ναό, ένα τάμα του Έθνους «θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει»(Ψαλ. 50,19).
Ταλαιπωρούμαστε γιατί δεν ελπίζουμε, αλλά και δεν πιστεύουμε ότι ο Χριστός είναι ο πραγματικός Σωτήρας μας, η βοήθεια μας και η ελπίδα μας. Αντί να του παραθέσουμε την ανιδιοτελή πίστη μας σε Εκείνον, προτιμούμε να ανοικοδομήσουμε ναό προς τιμήν Του για την ελευθερία που μας χάρισε, κι ας μην είμαστε άξιοι εμείς με τα έργα μας να την κρατήσουμε. Γινόμαστε «μετανάστες» στο ίδιο μας το πρόβλημα, όταν μεταθέτουμε την ουσία του προβλήματός μας, από τη μετάνοια που ζητά ο Χριστός από εμάς, στην ανέγερση του τάματος. Εύκολα μεταθέτουμε τη ρίζα του προβλήματος αλλού «ὅτι αὐτὸς Θεός μου καὶ σωτήρ μου, ἀντιλήπτωρ μου, οὐ μὴ μεταναστεύσω. ἐπὶ τῷ Θεῷ τὸ σωτήριόν μου καὶ ἡ δόξα μου· ὁ Θεὸς τῆς βοηθείας μου, καὶ ἡ ἐλπίς μου ἐπὶ τῷ Θεῷ» (Ψαλ. 61,7).
Ταλαιπωρούμαστε και δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το κακό που μας περικυκλώνει, γιατί η αμετανοησία μας και η απιστία μας, δεν μας αφήνουν περιθώρια να εμπιστευτούμε τίποτα παραπέρα από τις δικές μας δυνάμεις. Ο Ψαλμωδός όμως είναι σαφής. «ἐν τῷ Θεῷ ποιήσωμεν δύναμιν, καὶ αὐτὸς ἐξουδενώσει τοὺς θλίβοντας ἡμᾶς» (Ψαλ. 59,14).
Ταλαιπωρούμαστε γιατί θεωρούμε ότι ο Θεός θα μας ελέγξει για τη μη κατασκευή ενός ανθρώπινου ναού, ενώ εμείς οι ίδιοι θα έπρεπε να καταστήσουμε πρώτα εαυτούς, ναούς του ζώντος Θεού «ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ» (Α Κορ. 6,19-20)
Ο Θεός όμως μέσα από τους Αγίους και τους Προφήτες Του μας έχει ήδη δείξει, πώς και πότε θα εισακούσει τις παρακλήσεις μας για σωτηρία, και πώς και πότε θα δει τα απλωμένα ικετευτικά χέρια μας προς Αυτόν. « ὅταν ἐκτείνητε τὰς χεῖρας ὑμῶν πρός με, ἀποστρέψω τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀφ᾿ ὑμῶν, καὶ ἐὰν πληθύνητε τὴν δέησιν, οὐκ εἰσακούσομαι ὑμῶν· αἱ γὰρ χεῖρες ὑμῶν αἵματος πλήρεις. λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε, ἀφέλετε τὰς πονηρίας ἀπὸ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλὸν ποιεῖν, ἐκζητήσατε κρίσιν, ῥύσασθε ἀδικούμενον, κρίνατε ὀρφανῷ καὶ δικαιώσατε χήραν· καὶ δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος· καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ, ἐὰν δὲ ὦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ. καὶ ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε·» (Ησ. 1,15).
Δεν έχω κάτι με το τάμα του Έθνους, που άλλωστε είναι πολύ επίκαιρο στις μέρες μας, για να προλάβω κάποιους που ίσως το πουν και αυτό. Τα έχω με την υποκρισία. Την υποκρισία που αδυνατεί να δεί τους Έλληνες που ψάχνουν στους κάδους σκουπιδιών για φαγητό, που αυτοκτονούν, που είναι άνεργοι, που δεν έχουν να στείλουν τα παιδιά τους για σπουδές, που δεν βλέπουν φως στο σκοτάδι που μας ζώνει όλο και πιο επικίνδυνα.
Ένα είναι το τάμα που δεν έχουμε εκπληρώσει κι αυτό είναι η μετάνοιά μας. Αυτή είναι άλλωστε και η βασική διαφορά μας με τους υπόδουλους Έλληνες του 1821. Εκείνοι με απείρως περισσότερα προβλήματα από εμάς, έβλεπαν φως στον ορίζοντα λόγω της συντριβής της ψυχής τους. Εμείς με λιγότερα προβλήματα και φως δεν βλέπουμε, γιατί λείπει το «ανεκπλήρωτο τάμα», η μετάνοια του Έθνους των Ελλήνων.
Ο ίδιος ο εκλεκτός του Θεού, ο βοσκός που έγινε Βασιλιάς, ο Δαυίδ, εκτίμησε εσφαλμένα όταν ο Θεός τον απάλλαξε από τους πολέμους και τους εχθρούς του, και θέλησε να ανεγείρει κι αυτός ένα «τάμα του Έθνους» για την ευγνωμοσύνη του λαού του Ισραήλ. Όμως ο Θεός του λέγει αμέσως «.. οὐ σὺ οἰκοδομήσεις μοι οἶκον τοῦ κατοικῆσαί με·» (Β Βασ. 7,5). Επίσης ο Θεός του υπενθυμίζει ότι δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ στους ανθρώπους, σε όλη την πορεία του Ισραήλ από την Αίγυπτο και την αιχμαλωσία, μέχρι τη γη της επαγγελίας, γιατί τον λάτρευαν σε μια περιφερόμενη σκηνή «ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης καὶ ἤμην ἐμπεριπατῶν ἐν καταλύματι καὶ ἐν σκηνῇ» (Β Βασ. 7,6). Ούτε ζήτησε ποτέ από τους Ισραηλίτες στα χρόνια της δύσκολης πορείας τους ανοικοδόμηση μεγαλοπρεπούς ναού. «ἐν πᾶσιν, οἷς διῆλθον ἐν παντὶ Ἰσραήλ, εἰ λαλῶν ἐλάλησα πρὸς μίαν φυλὴν τοῦ Ἰσραήλ, ᾧ ἐνετειλάμην ποιμαίνειν τὸν λαόν μου Ἰσραὴλ λέγων· ἱνατί οὐκ ᾠκοδομήκατέ μοι οἶκον κέδρινον;» (Β Βασ. 7,7).
Γιατί; Γιατί ο Ίδιος περιμένει να γίνουμε εν μετανοία εμείς πρώτα ναοί του Αγίου Πνεύματος, να ενωθούμε με Εκείνον, όπως ζήτησε ο Χριστός από τους Αποστόλους στην αρχιερατική του προσευχή. Να αποτινάξουμε τον παλαιό μας εαυτό και να αποκαταστήσουμε την αλήθεια, ξεπλένοντας τα χέρια μας και από το αίμα εκείνου που υπέγραψε το τάμα του Έθνους στην Δ’ Εθνοσυνέλευση. Έτσι θα φύγει το άγος από επάνω μας.
Όταν εκπληρώσουμε αυτά, θα μας απαλλάξει ο Θεός από τους εχθρούς μας και θα μπορέσουμε να ακούσουμε το παράγγελμά Του για το τάμα του Έθνους. «… καὶ ἀναπαύσω σε ἀπὸ πάντων τῶν ἐχθρῶν σου, καὶ ἀπαγγελεῖ σοι Κύριος ὅτι οἶκον οἰκοδομήσεις αὐτῷ» (Β Βασ. 7,11).
ΥΣ: Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου «…Ας μη νομίζουμε ότι αρκεί στο να σωθούμε, εάν γδύσουμε χήρες και ορφανά και προσφέρουμε ποτήριον χρυσό και λιθοστόλιστο στην αγία Τράπεζα. Δεν είναι η Εκκλησία ούτε χρυσοχοείο, ούτε αργυροκοπείο, αλλά αγγέλων πανήγυρις. Γι' αυτό πρέπει να κοιτάμε την ψυχή μας. Το τραπέζι εκείνο (τού μυστικού Δείπνου) δεν ήταν από ασήμι, ούτε το Ποτήριον με το οποίον μετέδωσεν ο Χριστός το αίμα Του στους μαθητές ήταν χρυσό. Αυτά ήσαν τίμια και φρικτά επειδή ήσαν γεμάτα από το Αγιον Πνεύμα. Δεν έχει ο Θεός ανάγκη από χρυσά σκεύη, αλλ' από χρυσές ψυχές…»(Ομιλία Ν' εις Ματθαίον).
Όπως έγραψα και πιο πάνω ο Θεός δεν επέτρεψε στον Δαυίδ να κτίσει ανάλογο τάμα, γιατί πολύ απλά είχε αμαρτήσει. Γιατί πολύ απλά ο Θεός αποδέχεται τάματα από τους Αγίους Του, που εκπληρώνουν το θέλημά Του. Ίσως αυτοί που αναβιώνουν σήμερα το σχετικό άρθρο της Δ’ Εθνοσυνέλευσης του Άργους, και με την βούλα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, να θεωρούν ήδη τους εαυτούς τους Αγίους…
ΥΓ. Όποιος δεν θεωρεί τον εαυτό του Άγιο, ας ψάξει λίγο, μπάς και το Τάμα του Ελληνικού Έθνους είναι ήδη έτοιμο, και μάλιστα από πραγματικά Άγιο…
http://tro-ma-ktiko.blogspot.gr/2013/04/m_5.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου